σύνορον

σύνορον
σύνορος
marching with
masc/fem acc sg
σύνορος
marching with
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύνορο — το / σύνορον, ΝΜ όριο, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο τόπους, το τέρμα μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς εκεί που φθάνει ο αχός στα σύνορα τού κόσμου και τού ονείρου», Ζέρβ. β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», Άνν. Κομν.) νεοελλ. 1. στον… …   Dictionary of Greek

  • σύνορος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνουρος Α όμορος, γειτονικός («χώραν σύνορον τῆς Αττικής», Πλούτ.) αρχ. μτφ. όμοιος, συγγενικός («προτάσεις σύνοροι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. ὅμ ορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”